αρχιερεύω

αρχιερεύω
(Μ ἀρχιερεύω)
είμαι αρχιερέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιερευόντων — ἀρχιερεύω pres part act masc/neut gen pl ἀρχιερεύω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρχιερεύσατο — ἀρχιερεύω aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερεύσατο — ἀ̱ρχιερεύσατο , ἀρχιερεύω aor ind mid 3rd sg (doric aeolic) ἀρχιερεύω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεραρχώ — ησα, ήθηκα, ιεραρχημένος, η, ο 1. αμτβ., είμαι ιεράρχης, εκτελώ τα ιεραρχικά καθήκοντα, αρχιερεύω. 2. μτβ., ταξινομώ ιδέες και φαινόμενα κατά ιεραρχική σειρά: Ιεραρχούνται τα κοινωνικά φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχιερεύσας — ἀρχιερεύσᾱς , ἀρχιερεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”